- νυμφομανία
- ηκατάσταση κατά την οποία μια γυναίκα έχει έντονες και συνεχείς σεξουαλικές επιθυμίες, αλλ. αντρομανία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νυμφομανία — Υπερβολική και νοσηρή έξαρση της γενετήσιας επιθυμίας, γυναικών ή θηλυκών ζώων, που χαρακτηρίζεται από συνεχή και ακατανίκητη ανάγκη συνουσίας. Η ν. παρατηρείται περισσότερο στα ζώα και κυρίως στις φοράδες, τις αγελάδες, τις γάτες και λιγότερο… … Dictionary of Greek
μανιόκηπος — μανιόκηπος, ον (Α) (για γυναίκα) αυτή που πάσχει από νυμφομανία, ανδρομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κῆπος* «γυναικείο εφήβαιο»] … Dictionary of Greek
μητρομανία — η (Α μητρομανία) παθολογική γενετήσια επιθυμία στις γυναίκες, αλλ. νυμφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανία] … Dictionary of Greek
νυμφομανής — ές ιατρ. αυτός που πάσχει από νυμφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nymphomaniac < νύμφη + μανής (< μαίνομαι)] … Dictionary of Greek
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek
οργασμός — (Ιατρ.). Φυσική γενετήσια ορμή. Ο ο. θεωρείται φυσιολογικός, εφόσον εκδηλώνεται σε λογικά όρια. Ο υπερβολικός ο. στους άντρες αποκαλείται πριαπισμός ή σατυρίαση και οφείλεται στην υπερλειτουργία των αδένων της που συντονίζουν τη γενετήσια… … Dictionary of Greek
νυμφομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από νυμφομανία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)